Πέρυσι τέτοια εποχή ο ΠΑΟΚ πανηγύριζε την κατάκτηση της τρίτης θέσης, που του έδινε το δικαίωμα συμμετοχής στους προκριματικούς αγώνες του champions league. Ήταν σπουδαία ομολογουμένως ευκαιρία για να αποτινάξει το ρόλο του "μόνιμου τέταρτου" και να μπουν οι βάσεις για τη δημιουργία μιας ομάδας με ευρωπαϊκή προοπτική.
Πήγε χαμένη και όλοι θυμόμαστε ότι δεν έπαιξε ρόλο μόνο η ελλιπής αγωνιστική αλλά κι η διοικητική ετοιμότητα, με τη χρησιμοποίηση τιμωρημένου παίκτη. Από τότε λοιπόν πέρασαν τρεις προπονητές από τη Τούμπα, μέχρι να βρεθεί η ηρεμία όταν δεν υπήρχαν πλέον στόχοι. Κι όπως συμβαίνει σ' αυτές τις περιπτώσεις, ενόψει των νέων υποχρεώσεων, ξεκινά ένα μπαράζ δηλώσεων για την "ιστορικά αδικαίωτη μεγάλη ομάδα" και τις "τεράστιες δυνατότητές της, έχοντας στο πλευρό τον υπέροχο κόσμο της".
Σε μια τέτοιας θεματολογίας εκπομπή ο τεχνικός του ΠΑΟΚ άνοιξε τα χαρτιά του. Όταν η συζήτηση στράφηκε γύρω από τα δικά του όνειρα και σχέδια για τον δικέφαλο του Βορρά, ο Νίκος Καραγεωργίου ανέβασε λίγο τους τόνους λέγοντας ότι είναι απαγορευτικό για μια ομάδα σαν τον ΠΑΟΚ, τέτοια εποχή να παίζει έτσι γιατί πρέπει.
Δίχως δηλαδή να έχει μπροστά του κάποιον αγωνιστικό στόχο, κάποιον τίτλο που να τον διεκδικεί κι όχι απλά να παρακολουθεί τις εξελίξεις στις οποίες πρωταγωνιστούν άλλοι.
Τέλος δίνοντας το στίγμα του, σαφώς επηρεασμένος από τη φιλοσοφία του εργασιακού χώρου της Ξάνθης όπου θήτευσε μ' επιτυχία, είπε πως ο ΠΑΟΚ έχει καιρό να βγάλει και να προωθήσει κάποιον ποδοσφαιριστή αξίας, δείγμα της στείρας παραγωγικής διαδικασίας και πως στο σύγχρονο ποδόσφαιρο θεωρείται πλέον φυσικό το να πουλάς και να αγοράζεις παίκτες.
Με αφορμή το τελευταίο, ορισμένοι από τους πολλούς ιδεαλιστές οι οποίοι αποτελούν το "διοικητικό περιβάλλον" κάθε ελληνικής ομάδας (οπαδοί, βετεράνοι, δημοσιογράφοι), αντιπαρέταξαν το γνωστό πλην αστείο επιχείρημα "ο ΠΑΟΚ δεν είναι Ξάνθη!".
Προφανώς θέλοντας να υπενθυμίσουν ότι μια μεγάλη ομάδα δεν πουλά τα αστέρια της. Το σημερινό σημείωμα απλά χρησιμοποιεί τον ΠΑΟΚ σαν παράδειγμα κι αφορμή των όσων συμβαίνουν στα εγχώρια πρωταθλήματα, από την μικρότερη ερασιτεχνική μέχρι την αρτιότερα οργανωμένη επαγγελματική ομάδα.
Γιατί εδώ ακριβώς βρίσκεται το αρρωστημένο θεωρητικό υπόβαθρο της ελληνικής πραγματικότητας. Χορτάσαμε από μεγαλοστομίες, γεμίσαμε από δόγματα, βαρεθήκαμε τις φανφάρες. "Ιστορική ομάδα" η μία, "θρησκεία" η άλλη, "τρόπος ζωής" η τρίτη και πάει λέγοντας.
Δηλαδή η Γιουβέντους όταν δέχθηκε να πουλήσει στη Ρεάλ τον Ζ. Ζιντάν, στην ίδια ομάδα τον Ν. Μπέκαμ η Μάντσεστερ, η Μπαρτσελόνα τον Ριβάλντο στη Μίλαν, ξαφνικά έγιναν ομαδούλες της σειράς; Και για να έρθουμε στα δικά μας.
Κατά πόσο μειώθηκε η αξία του Ολυμπιακού όταν πουλούσε τον Γεωργάτο στην Ίντερ ή του Παναθηναϊκού που έδωσε στη Πόρτο τον Σεϊταρίδη; Δεν είναι κακό να πιστεύεις ότι η ομάδα που υποστηρίζεις είναι για μεγάλα πράγματα. Αλίμονο αν δεν υπάρχουν όνειρα και υψηλοί στόχοι. Είναι όμως κακό να προχωρείς μόνο με το συναίσθημα, διότι τότε καταλήγεις στο ανέφικτο και οι απόψεις που εκφράζονται προκαλούν τουλάχιστον τη συμπάθεια των ακροατών.
Όταν τα όνειρα βρίσκονται κοντά στις δυνατότητες, τότε υπάρχει ισορροπία. Κι όταν γίνονται πραγματικότητα, τότε πράγματι υπάρχει εξέλιξη. Μικρή έστω δόση ρεαλισμού πάντα λειτουργεί σαν καταλύτης κι αναδεικνύει την αλήθεια. Αυτή που υπάρχει μπροστά στα μάτια μας κι όχι εκείνη που έχουμε στο μυαλό μας.