1984 η τελευταία του εμφάνιση σε πίστα λαϊκού μαγαζιού. Ήταν στην εθνική οδό στη διασταύρωση για το Διόνυσο, στο κέντρο "ΛΑΛΕΟΥΣΑ". Τραγουδούσα εκεί με τον Δημήτρη Ψαριανό και τη Ζανέτ Καπούγια. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα οι φίρμες έφυγαν και είχε πέσει στην πλάτη μου όλο το λαϊκό πρόγραμμα, πράγμα που το χαιρόμουνα, μέχρι νάρθει ένα τρανταχτό όνομα πάλι.
Ένα βράδυ γύρω στις μιάμιση έλεγα ένα τραγούδι σε στίχους του Λ. Παπαδόπουλου, "Πού νάβρω ένα ζεϊμπέκικο για ανάρριχτα σακάκια", κι ήρθε η "λουλουδού" με ένα καλαθάκι και μου ψιθυρίζει: -Από το ζευγάρι στη γωνία. Όταν τελείωσα πέρασα να πω ένα "ευχαριστώ", χωρίς ουσιαστικά να σταθώ, οπότε ακούω μια σταθερή φωνή να μου λέει στα Αρβανίτικα! -Ρι πουρδέν ρε βλάμη! (κάτσε ρε φίλε). Αιφνιδιάστηκα και κοιτάζοντας πλέον προσεχτικά, είδα πως ήταν ο "Σερ" με τη γυναίκα του.
-Αύριο αρχίζουμε πρόβες, μου είπε, πίνοντας ζεστό κρασί από ένα μπρίκι που είχε κοντά στο τζάκι του μαγαζιού!
Αρβανίτης και αυτός από την Κάρυστο ένιωθε ευχάριστα να μου μιλάει στην ομώνυμη γλώσσα, αυτή του Ανδρούτσου, του Καραϊσκάκη και σ' όλη τη διάρκεια της συνεύρεσής μας, γύρω στους δύο μήνες, ντυνόταν στο δικό μου καμαρίνι και χρησιμοποιούσε το δικό μου απλό μικρόφωνο.
Αυτά που ξέρω γι' αυτόν, τα ξέρω λοιπόν από πρώτο χέρι και αυτά θα πω.
Πανέξυπνος με αρβανίτικο χιούμορ, με υπερβολές και παραβολές προκειμένου θεατρικά να σου μεταδώσει μια εικόνα. Σε κοίταζε με έντονο βλέμμα κατάματα και αν κολλούσες λίγο να τον καταλάβεις, γύριζε το κεφάλι πλάγια σε έδειχνε με το ένα χέρι και ψιθύριζε: -Γκίγκιου κοντού ρε! (κοίτα εδώ ρε!).
Μιλούσε πρωτίστως για το στίχο των τραγουδιών του, που τους έλεγε στοχαστικά θέλοντας πάντα να σε συντονίσει με το δικό του θαυμασμό.
Αύριο πάλι θάρθω να σε βρω
Κρίμα που δε με πιστεύεις,
Κρίμα που μ' αφήνεις μόνο μου να ζω
Δεν είχε ίχνος βεντετισμού στην πίστα αν και για τον εαυτό του πίστευε πως ήταν ο πρώτος. Πριν βγει από το καμαρίνι η ορχήστρα έπαιζε με στόμφο και φασαρία την εισαγωγή από το "ένα το χελιδόνι". Βγαίνει λοιπόν στη σκηνή και τους σταματάει λέγοντας: -Σταματήστε, τζάμπα πήγε. Γύρισε στον κόσμο και λέει: -Καλησπέρα σας, χρόνια πολλά και καλή διασκέδαση και ξαναγυρίζοντας στην ορχήστρα τους λέει: -Πάμε παιδιά τώρα.
Όταν έλεγε το "είμαι αητός χωρίς φτερά", ο ντράμερ με το μπουζούκι που ήταν ο Γιάννης ο Σταματίου (Σπόρος) έπαιζαν την εισαγωγή βάζοντας ένα παρεστιγμένο χτύπημα στο ρυθμό, που ήταν όμορφη φιγούρα. Όταν όμως κάποτε σηκώθηκε ένας θαμώνας, να χορέψει, γύρισε και τους έκανε αυστηρό νόημα να το παίζουν κανονικά όταν κάποιος χορεύει.
Τη φωνή που θαύμαζε και θεωρούσε την καλύτερη ήταν του Γιώργου Παπασιδέρη από την Σαλαμίνα και μούλεγε χαρακτηριστικά: -Έχει φωνή καδρόνι. Κανένας δεν τον φτάνει! Του άρεσε να μου δείχνει τα ρούχα που φορούσε και έλεγε και την ιστορία τους.
-Αυτό εδώ το σμόκιν μου το χάρισε μια πριγκίπισσα στην Κύπρο.
Από τον ίδιο έμαθα ότι είχε επενδύσει τα χρήματά του σε ακίνητη περιουσία και καμάρωνε γι' αυτό όπως καμάρωνε και για το ενδιαφέρον του ωραίου φύλλου προς το άτομό του.
Οι ερμηνείες του ήταν λίγες, κοφτές χωρίς τσαρκάντζες. Είχε μία ξύλινη Δωρική χροιά και γι' αυτό διακρίθηκε στο πολιτικό τραγούδι όπου και έμεινε κλασσικός ερμηνευτής.
Το ταλέντο του σίγουρα οριοθετείται και θάλεγα ότι το σφραγίζει με την "Δραπετσώνα".
Αυτές τις μέρες, προς τιμήν του τα ΜΜΕ έπαιζαν διαρκώς τραγούδια του και ήταν αφορμή να αιφνιδιαστούν οι νέοι και εμείς οι παλιοί να ζήσουμε ξανά τον χαμένο θησαυρό του έντιμου τραγουδιού που πνίγει η ολισθηρότητα του σήμερα.
Ωστόσο…
"κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ΖΗΣΟΥΜΕ κι ας είμαστε φτωχοί"!